Διήγημα από την Μαρία Σκαμπαρδώνη

Ήταν καλοκαίρι, θυμάμαι. Μόλις είχα τελειώσει από τις Πανελλήνιες την ίσως πιο δύσκολη και αγχωτική στιγμή σε όλη την εφηβεία μου.

Πήρα μία βαθιά ανάσα, δεν ήθελα να βλέπω βιβλίο μπροστά μου. Το μόνο που ήθελα ήταν να ηρεμήσω, να ξεχάσω τα πάντα, να αλλάξω κλίμα και παραστάσεις. Τότε, μαζί με τις φίλες μου αποφασίσαμε να πάμε διακοπές για λίγες ημέρες στη Σίφνο. Δεν έχασα καθόλου χρόνο, ετοίμασα τις βαλίτσες μου και ήμουν έτοιμη για την πρώτη μου απόδραση! Φτάσαμε γρήγορα και όμορφα, ο ήλιος έκαιγε και φώναζε από παντού ότι το καλοκαίρι έρχεται.

Η θάλασσα ήταν καταγάλανη και πολλές φορές τα κύματα έσκαγαν ορμητικά στα βράχια. Και οι ημέρες κυλούσαν ανέμελα , όλο το άγχος των εξετάσεων είχε φύγει από μέσα μου και στην ψυχή μου κυριαρχούσε μία απέραντη γαλήνη. Οι υπέροχες γεύσεις του νησιού, τα κατάλευκα σπίτια και τα όμορφα αγαλματάκια από πηλό μας είχαν ενθουσιάσει και θέλαμε εκείνες οι ημέρες να μην τελειώσουν ποτέ. Τα γλυκά παστέλια και τα αμυγδαλωτά έδιναν ακόμα μεγαλύτερη γλυκύτητα στις ημέρες μας.

Μία ημέρα αποφάσισα να ξυπνήσω νωρίτερα και να πάω και μόνη μου μία μικρή βόλτα, ήθελα να αγοράσω κρυφά κάποια δώρα για τις φίλες μου αλλά και για κάποιους γνωστούς. Κάνοντας μία βόλτα στα μαγαζιά και αφήνοντας το βλέμμα μου να χαθεί στις βιτρίνες των ζαχαροπλαστείων και των τουριστικών μαγαζιών, παραπάτησα και έπεσα επάνω σε έναν νεαρό που εκείνη τη στιγμή χάζευε και εκείνος τα μαγαζιά. Έτρεξα αμέσως να επανορθώσω, δικαιολόγησα την αφηρημάδα μου από τον ενθουσιασμό μου και ζήτησα συγγνώμη. Εκείνος ενδιαφέρθηκε για εμένα και μου είπε πως χάρηκε για τη γνωριμία , ακόμα και αν προέκυψε από ένα στραβοπάτημα! Μου είπε πως είναι νησιώτης , ήταν ένας νέος με ευγενική φυσιογνωμία και εξέπεμπε μία πραότητα.

Μιλήσαμε για αρκετή ώρα , ανταλλάξαμε κάποιες απόψεις για το νησί και μιλήσαμε για τα όνειρα και τις προσδοκίες μας. Όταν πέρασε η ώρα και ήθελα να φύγω, του υποσχέθηκα ότι μετά το τέλος των διακοπών μου και την επιστροφή στην Αθήνα, σίγουρα κάποια ημέρα θα επέστρεφα στο νησί και θα βρισκόμασταν ξανά. Αποχαιρετιστήκαμε με μία ζεστή και εγκάρδια χειραψία και επέστρεψα στο ξενοδοχείο όπου διέμενα με τις φίλες μου όπου τους ανέφερα το γεγονός. Όταν έφτασε η μέρα όπου θα επιστρέφαμε στην Αθήνα πέρασα για λίγο από εκείνο το μαγαζί, αλλά δεν τον είδα για να τον αποχαιρετήσω.

Μπαίνοντας στο πλοίο, νομίζω είδα ένα χέρι από μακριά να με αποχαιρετά….

Advertisements