Ακολουθεί άρθρο της Δάφνης Καψάλη με θέμα την καραντίνα από Τον κορονοϊό:

Μια και έχω γίνει ήδη τόσο γραφική που σε λίγο θα με βάλουνε σε καρτ ποστάλ και θα με πουλάνε στα σοκάκια της Πλάκας, ας συνεχίσω.
1) Αντιλαμβάνομαι ότι το θέμα της «μόνιμης» κατοικίας και του πού ανήκει ο καθένας δεν είναι απλό. Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν το μισό χρόνο εδώ και τον άλλο μισό εκεί· υπάρχουν οικογένειες χωρισμένες από ανάγκη, που περιμένουν τις γιορτές για να σμίξουν. Υπάρχουν χίλιες δυο περιπτώσεις που δεν εμπίπτουν στο πλαίσιο «είμαι παπάρας και γουστάρω να πάω στο εξοχικό μου», και κάθε μία από αυτές τις περιπτώσεις θεωρεί τον εαυτό της εξαίρεση: ναι μεν, αλλά· ναι, οι άλλοι, αλλά όχι εμείς. Το ερώτημα, όμως, δεν είναι αν ανήκετε στο νησί ή στο χωριό· κανείς δεν αμφισβητεί ούτε τα δικαιώματα ούτε τις επιθυμίες σας ούτε το δέσιμό σας με κάποιον τόπο. Το ερώτημα, αυτές τις μέρες, είναι εάν είναι απολύτως ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟ να μετακινηθείτε. Κι ως απαραίτητο πλέον ορίζεται η περίπτωση που ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΛΛΙΩΣ, που υπάρχει επείγουσα ανάγκη να μετακινηθείτε. ΑΝΑΓΚΗ: δηλαδή, πρέπει οπωσδήποτε να ταξιδέψετε από την επαρχία στην πόλη για ιατρικούς λόγους, ή έχετε βρεθεί κάπου όπου δεν μπορείτε να παραμείνετε και πρέπει να γυρίσετε στο σπίτι σας. Οτιδήποτε άλλο ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟ. Κι η ανάγκη να βρεθείτε στον τάδε τόπο που αγαπάτε, μαζί με τους κοντινούς σας ανθρώπους, είναι μεν σεβαστή (και ιδιαίτερα έντονη υπό τις τρέχουσες συνθήκες), αλλά δεν αποτελεί εξαίρεση. Δεν υπάρχουν εξαιρέσεις. Δεν υπάρχουν «άλλοι». Δεν υπάρχει «ναι μεν, αλλά». Δεν υπάρχουν επιχειρήματα. Κι ούτε γιορτές υπάρχουν στις μέρες που ζούμε. Θα γιορτάσουμε μετά, όταν θα έχουμε κάτι να γιορτάσουμε. Αυτή τη στιγμή ακροβατούμε στην άκρη ενός γκρεμού κι αυτά τα μέτρα, τα σκληρά, τα ακατανόητα, τα υπερβολικά, είναι μια μπάρα ασφαλείας για να μην πέσουμε, είναι μια φωτεινή επιγραφή κινδύνου που αναβοσβήνει: κάντε πίσω. Κι εμείς τι κάνουμε; Πηδάμε πάνω από τη μπάρα. Πάμε και ριχνόμαστε απ’ το γκρεμό και παίρνουμε και άλλους μαζί μας. Και δεν έχει διχτάκι στα νησιά να μας πιάσει για να σωθούμε. Έχει μικρά κέντρα υγείας που λειτουργούν, κυρίως, με προσευχές: μην πέσετε. Έχει ελικόπτερο που ΙΣΩΣ έρθει εγκαίρως, αν δεν είναι αλλού. Έχει πλοία, σποραδικά, που ΙΣΩΣ ταξιδέψουν, αν δεν έχει μποφόρ. Κι εμείς ριχνόμαστε, ποντάροντας στο ίσως; Κάντε πίσω. Κάντε υπομονή. Δείξτε την αγάπη σας αλλιώς. Είναι σκληρό, ναι, αλλά αναγκαίο. Δεν διακυβεύεται το πού ανήκετε. Δε διακυβεύονται τα δικαιώματά σας, ούτε η σύνδεσή σας, η αδιαμφισβήτητη, με το νησί. Αυτά είναι ασφαλή, δεν κινδυνεύουν. Κινδυνεύουμε εμείς, όλοι, ανεξαιρέτως· διακυβεύεται η ασφάλεια και η υγεία μας. Και θα το πω για άλλη μια φορά, η γραφική, για τις καμπάνες που χτυπάνε πένθιμα σε άδειες εκκλησίες. Για να μη θρηνήσουμε αντί να γιορτάσουμε: κάντε πίσω.

2) Το «δεν έχουμε κρούσματα εδώ» είναι, στην καλύτερη περίπτωση, αφελές. Στη χειρότερη επικίνδυνο. Γιατί δημιουργεί μια ψευδαίσθηση ασφάλειας, κανονικότητας, που όλοι την έχουμε ανάγκη, αλλά δε μας εξυπηρετεί και δε μας προστατεύει. Όσο επιμένουμε να λειτουργούμε στο πλαίσιο «δεν τρέχει τίποτα» και να μη σεβόμαστε τα μέτρα προστασίας, τόσο αυξάνεται ο κίνδυνος και η ανάγκη επιβολής των μέτρων. Είναι μονόδρομος που οδηγεί στο «έχουμε» – άλλο ένα ρεπορτάζ: «ΚΡΟΥΣΜΑ ΣΤΗ ΣΙΦΝΟ» – και στην εκ των υστέρων κατανομή ευθυνών. Με λογική, με ψυχραιμία, καταλάβετέ το: κρούσματα υπάρχουν, υπάρχουν φορείς. Το μόνο που σημαίνει το «δεν έχουμε» είναι ότι είμαστε τυχεροί, ως τώρα, και δεν έχει νοσήσει κανένας σοβαρά. Το μόνο που σημαίνει είναι ότι δεν έχουμε ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΜΕΝΑ κρούσματα, και τα αντίστοιχα ρεπορτάζ, γιατί στα νησιά, ελλείψει υποδομών για διάγνωση και περίθαλψη, τα μόνο κρούσματα που επιβεβαιώνονται είναι αυτά που μεταφέρονται επειγόντως στην Αθήνα. Τα σοβαρά, τα κατευθείαν στην εντατική. Καταλάβετέ το: δεν είμαστε ανέγγιχτοι από τον ιό. Κι όχι δεν τρέχει τίποτα: τρέχει. Κυκλοφορεί ανάμεσά μας, σε ανθρώπους ασυμπτωματικούς, που όμως παραμένουν φορείς, σε ανθρώπους με ήπια συμπτώματα που, από φόβο ή το αντίθετο του φόβου, δεν έχουν δώσει σημασία και συνεχίζουν να κυκλοφορούν σα να μην τρέχει τίποτα. Ή σαν κι εμένα, που νιώθω κάποιες μέρες κάτι περίεργο στο σώμα μου κι επειδή δεν είμαι σίγουρη, επειδή δεν μπορώ να ξέρω, έχω κλειστεί στο σπίτι, σε καραντίνα, ώσπου να νιώσω καλύτερα ή χειρότερα. Δε μ’ αρέσει, δεν περνάω καλά. Είμαι μόνη μου, βαριέμαι, και είναι στιγμές που είμαι φοβισμένη. Αλλά επειδή δεν ξέρω, κάνω το μόνο που μπορώ, κι ακούω αυτούς που ξέρουν κάτι περισσότερο. Κι ας μη μ’ αρέσει. Γιατί – Σωκρατικώς – το μόνο που ξέρουμε, το μόνο που μπορούμε να ξέρουμε, είναι ότι δεν ξέρουμε: τι σκατά κάνει αυτός ο ιός, πως συμπεριφέρεται στον κάθε οργανισμό. Γιατί, τεκμηριωμένα, και σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία των φορέων παρουσιάζει βήχα και πυρετό, υπάρχουν κι άλλα συμπτώματα, ήπια, ύπουλα. Κούραση, πονοκέφαλος, πόνος στο σώμα. Διάρροια, αρκετά συχνά. Συμπτώματα που μπορεί να οφείλονται σε οτιδήποτε και που μάλλον θα τα αγνοούσαμε, υπό κανονικές συνθήκες. Αλλά οι συνθήκες δεν είναι κανονικές: αυτό, τουλάχιστον, το ξέρουμε, κι ας διατηρούμε την ψευδαίσθηση της κανονικότητας. Και θα ήταν καλό να αναλάβουμε όλοι τώρα τις ευθύνες μας αντί να ψάχνουμε τον φταίχτη εκ των υστέρων, και να καταλάβουμε, τώρα, πως κάτι τρέχει, και να σταματήσουμε να τρέχουμε πάνω-κάτω, αντί να περιμένουμε το επιβεβαιωμένο κρούσμα για να το καταλάβουμε, βίαια, μια και καλή, και να τρέχουμε και να μη φτάνουμε πουθενά (εκτός απ’ την εντατική, ίσως. Αν έρθει το ελικόπτερο εγκαίρως). Να καταλάβουμε την τύχη μας και να τη διαφυλάξουμε. Χωρίς πανικό: με λογική, με ψυχραιμία. Θα ήταν καλό. Όλα τα άλλα σενάρια, όχι.

3) Και στο τελείως προσωπικό, για τέλος: θέλω τη μαμά μου. Θέλω την αδελφή μου. Θα θελα να ‘ρθουν, όπως κάθε χρόνο, για τις γιορτές, και να καθόμαστε μαζί στον καναπέ, η μία πάνω στην άλλη, και να τσακωνόμαστε για το πού θα φάμε την Κυριακή του Πάσχα κι αν θα φτιάξουμε μαγειρίτσα και ποιος θα καθαρίσει τα έντερα. Θα θελα να ‘ταν εδώ η μαμά μου τώρα, να μου προσφέρει σούπες που δε θέλω να φάω και φρούτα που δεν τρώω ποτέ, καθώς περνάω ώρες ατελείωτες ξαπλωμένη στον καναπέ, περιμένοντας να δω αν θα χειροτερέψω. Θα θελα να ‘ταν όλοι εδώ, αυτοί που αγαπάω, ώστε να μην ανησυχώ, δεκαεφτά φορές τη μέρα, για το πού είναι κι αν είναι καλά, εκεί στις πόλεις και στις πολυκατοικίες που κρύβονται και περιμένουν, κι άμα φοράνε μάσκα όταν πάνε στο σουπερμάρκετ κι άμα προσέχουν, κι άμα φοβούνται, όπως εγώ. Θα θελα, μα δεν είναι. Θα θελα, μα τους είπα απ’ την αρχή, πριν ξεκινήσουν καν τα μέτρα και οι περιορισμοί, να μην έρθουν. Είναι σκληρό, και είναι δύσκολο, για όλους μας. Κι είναι τελείως φυσικό ν’ αντιστεκόμαστε και να μας φαίνονται τα μέτρα υπερβολές, όταν παλεύουμε μ’ έναν αόρατο εχθρό. Αλλά καλύτερα να μην τον δούμε. Είναι σκληρό, αλλά αντέχουμε. Για να έχουμε κάτι να γιορτάσουμε μετά, υπομονή.

Advertisements